χρηστός

χρηστός
χρηστός, ή, όν (χράομαι; Trag., Hdt.+; ins, pap, LXX; En 32:1; TestSol; TestJob 13:6; TestBenj 3:7; Just.; Ath.; superl. Just. A I, 4, 1) gener. ‘useful, beneficial’
pert. to that which causes no discomfort, easy (PsSol 8:32 of divine judgments; Jos., Ant. 3, 98 of news) ὁ ζυγός μου is easy to wear Mt 11:30 (metaph.).
pert. to meeting a relatively high standard of value, fine οἶνος (Plut., Mor. 240d; 1073a; Hippiatr. II 66, 16; Abercius ins 16; cp. En 32:1 ‘fine’ nard) Lk 5:39 the old is (just) fine = the old suits me fine (the Greek is normal, and it is not necessary to assume an Aramaism, but s. μέγας 9:48 and B-D-F §245; v.l. has the comp. χρηστότερος [Philo, In Flacc. 109; Jos., Ant. 8, 213]).
pert. to being morally good and benevolent. This mng. is in keeping w. the Israelite and Hellenic ideal of morality as exhibition of usefulness within the socio-political structure (s. κακός, πονηρός; EWelskopf, Soziale Typenbegriffe im alten Griechenland ’68; KDover, Greek Popular Morality ’74).
reputable (Ath. 36, 1 βίος) ἤθη χρηστά 1 Cor 15:33 (s. ἦθος.—ἦθος χρηστόν also POxy 642; 1663, 11; EpArist 290; Philo, Det. Pot. Ins. 38 ἤθη χρηστὰ διαφθείρεται).
kind, loving, benevolent (Jos., Ant. 6, 92 w. ἐπιεικής; 9, 133 >w. δίκαιος; Herodian 4, 3, 3 and Philo, Leg. ad Gai. 67 w. φιλάνθρωπος; Cass. Dio 66, 18; ins in FCumont, Études syr. 1917 p. 323, 12; POxy 642)
α. of humans (Nicophon Com. [V/IV B.C.] 16; Ps.-Demosth. 59, 2; TestJob 13:6 λίαν μου χρηστοῦ ὄντος) 1 Cl 14:4 (Pr 2:21). εἴς τινα to someone (POxy 416, 2) Eph 4:32.
β. of God (Hdt. 8, 111; Sb 158, 1; LXX; PsSol 2:36 al.; Philo, Det. Pot. Ins. 46 al.; SibOr 1, 159) 1 Pt 2:3 (Ps 33:9), Χριστός P72; Dg 8:8. ἐπί τινα to someone Lk 6:35. ἐν τοῖς κτλ. among those = to those, who 1 Cl 60:1.
subst. τὸ χρηστόν the quality of beneficence, kindness (Philo, Virt. 160; Jos., Ant. 8, 214; Just., A I, 4, 5 [w. wordplay on Χριστιανοί]; 15:13, and D. 96, 3 [Luke 6:35f]; difft. Ath. 20, 3 τί τὸ σεμνὸν ἢ χρηστὸν τῆς τοιαύτης ἱστορίας;) τοῦ θεοῦ Ro 2:4.—JZiegler, Dulcedo Dei ’37; CSpicq, RB 54, ’47, 321–24.—DELG s.v. χρης-. Frisk s.v. χρή. M-M. TW. Spicq. Sv.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • χρηστός — useful masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Χρῆστος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρηστός — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από την Αλβανία και ήταν οπωροπώλης στην Κωνσταντινούπολη. Οι Τούρκοι τον αποκεφάλισαν γιατί αρνήθηκε να εξισλαμιστεί (1748). Η μνήμη του τιμάται στις 12 Φεβρουαρίου. * * * ή, ό / χρηστός, ή, όν, ΝΜΑ …   Dictionary of Greek

  • χρηστός — ή, ό ηθικός, αγαθός, ενάρετος, ειλικρινής: Πρόκειται για χρηστό υπάλληλο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Καψάλης, Χρήστος — I (Μεσολόγγι; – Μεσολόγγι 1826). Αγωνιστής του 1821. Καταγόταν από οικογένεια προυχόντων. Ήδη από νεαρή ηλικία αναμείχθηκε στα κοινά της τουρκοκρατούμενης πόλης και υπήρξε από τους πρωτεργάτες της Επανάστασης στο Μεσολόγγι. Διέθεσε ολόκληρη την… …   Dictionary of Greek

  • Βερελής, Χρήστος — (Αθήνα 1950 –).Πολιτικός. Σπούδασε χημεία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και έγινε διδάκτορας χημείας φυσικών προϊόντων του πανεπιστημίου Χαϊδελβέργης της Γερμανίας. Την περίοδο 1993 96 διετέλεσε πρόεδρος της Δημόσιας Επιχείρησης… …   Dictionary of Greek

  • Ευθυμίου, Χρήστος — (Λαμία 1900 – Αθήνα 1971). Ηθοποιός. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και υποκριτική στην Επαγγελματική Σχολή Θεάτρου με δασκάλους τον Φώτο Πολίτη, τον Αιμίλιο Βεάκη και τον Σπύρο Μελά. Πρωτοεμφανίστηκε στο θέατρο το 1929 με το θίασο… …   Dictionary of Greek

  • Ιακώβου, Χρήστος — (Κωνσταντινούπολη 1948 –). Ολυμπιονίκης και προπονητής της άρσης βαρών. Ο άνθρωπος που πιστώνεται με την άνθηση της ελληνικής άρσης βαρών και με ιστορικές ολυμπιακές επιτυχίες, μεγάλωσε στο ζαχαροπλαστείο της οικογένειάς του στην Κωνσταντινούπολη …   Dictionary of Greek

  • Λαδάς, Χρήστος — (Αθήνα 1891 – 1948). Νομικός και πολιτικός. Σπούδασε στη νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Στα πρώτα βήματα της σταδιοδρομίας του εξάσκησε το επάγγελμα του δικηγόρου, ενώ στη συνέχεια ασχολήθηκε με την πολιτική. Εξελέγη βουλευτής με τη… …   Dictionary of Greek

  • Μάντικας, Χρήστος — (Χίος 1902 – Αθήνα 1960). Αθλητής του στίβου. Διακρίθηκε πρώτη φορά στους πανελλήνιους αγώνες του 1928 και ειδικευόταν στους δρόμους μετ’ εμποδίων. Κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου αναδείχθηκε σε έναν από τους καλύτερους δρομείς της Ευρώπης όσον… …   Dictionary of Greek

  • Σαρτζετάκης, Χρήστος — (1929 ). Υπήρξε Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας. Σπούδασε νομικά στη Θεσσαλονίκη. Ακολούθησε το δικαστικό κλάδο το 1955. Διατέλεσε ανακριτής στην υπόθεση της δολοφονίας του βουλευτή Λαμπράκη (1963). Το 1965 έφυγε για μεταπτυχιακές σπουδές στο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”